- παιδαγωγείο
- το (Α παιδαγωγεῑον) [παιδαγωγός]σχολείο («ὅτι δημαγωγὸς αὐτοῑς ἐκ παιδαγωγείου παραπεπήδηκεν ὁ Πομπήιος», Πλούτ.)αρχ.αίθουσα αναμονής σε σχολείο, όπου οι παιδαγωγοί περίμεναν για να παραλάβουν τα παιδιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.